ἀλαφρόστρατος

ἀλαφρόστρατος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόστρατος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρόστρατος ἐπίθ. Κρήτ.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. στράτα.
  8. Σημασιολογία: Ὁ ἔχων τὴν ἰδιότητα νὰ βλέπῃ τὰ εἰς τοὺς ἄλλους ἀφανῆ φαντάσματα : ᾎσμ. Οὕλοι οἱ--ἀλαφρόστρατοι θωροῦν τσοι καὶ τρομάζουν, μὰ ’κεῖνοι, ὁ Θεˬος σ’χωρέσῃ των, κἀνένα δὲ dρομάζουν (δηλ. τὰ φαντάσματα νεκρῶν φονευθέντων ἐν ἐπαναστάσει).Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροαίματος.