ἀλαφρόστομος

ἀλαφρόστομος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόστομος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρόστομος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’λαφρόστομος Πόντ. (Χαλδ.)
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. στόμα.
  8. Σημασιολογία: Ὁ λέγων ὅ,τι τύχῃ, ἀκριτόμυθος. Πβ. λογᾶς, φλύαρος.