ἀλαφρόστοιχος

ἀλαφρόστοιχος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόστοιχος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρόστοιχος ἐπίθ. ἐλαφρόστοιχος Πάρ.ἀλαφρόστοιχος Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πάρ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Ψαρ. κ.ἀ.’λαφρόστοιχος Κρήτ. Χίος κ.ἀ. ’λαφρόστ’χους Λέσβ.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. στοιχε͜ι ό. Τὸ’λαφρόστοιχος καὶ παρὰ Σομ.
  8. Σημασιολογία: 1) Ὁ βλέπων τὰ εἰς τοὺς ἄλλους ἀφανῆ φαντάσματα ἔνθ’ ἀν. : Ἐσύ, παιδί μου, εἶσ’ ἀλαφρόστοιχος. Κρήτ. Αὐτὴ ἡ ὁσκιὰ ἦταν τσῆ μητέρας τῆς γρ͜αιᾶς κι ὅσοι εἶναι ἀλαφρόστοιχοι τὴ βλέπανε (ἐκ παραδ.) Ψαρ. Ἐώ, βρὲ παιδιά, εἶμαι πολὺ ἀλαφρόστοιχος, χίλιες βολὲς ἔχω ποῦ φαντάζομαι Ἀπύρανθ. Πολὺ ἀλαφρόστοιχο ’ναι κεῖνο dὸ παιδί, ἀκούτε εἶdα κ’ εἶdα ’χει θωρισμένα αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροαίματος2) Ὁ συχνάκις ὀνειρευόμενος Κρήτ. 3) Ὁ ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, μωρὸς Χίος Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφρὸς 9.