ἀλαφοστιˬὰ ἡ

ἀλαφοστιˬὰ ἡ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφοστιˬὰ ἡ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλαφοστιˬὰ ἡ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
  8. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. στιˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
  9. Σημασιολογία: Ἡ νόσος ἐρυθρά, ἐπιδημικὴ καὶ μολυσματικὴ, ἐμφανιζόμενην μετ’ ἐξανθημάτων ὑπὸ μορφὴν κηλίδων ροδοχρόων καὶ συνοδευόμενη ὑπὸ ἐλαφροῦ κατάρρου καὶ πυρετοῦ.