- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφοστιˬὰ ἡ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλαφοστιˬὰ ἡ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. στιˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
-
Σημασιολογία:
Ἡ νόσος ἐρυθρά, ἐπιδημικὴ καὶ μολυσματικὴ, ἐμφανιζόμενην μετ’ ἐξανθημάτων ὑπὸ μορφὴν κηλίδων ροδοχρόων καὶ συνοδευόμενη ὑπὸ ἐλαφροῦ κατάρρου καὶ πυρετοῦ.