ἀλαφρόσταμνο

ἀλαφρόσταμνο

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόσταμνο
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀλαφρόσταμνο τό, ἀμάρτ. ἐλαφρόσταμνο Πάρ.
  8. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρός καὶ τοῦ οὐσ. σταμνί. Περὶ τοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς καταλ. εἰς ο καὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 170 κἑξ. 179 κἑξ.
  9. Σημασιολογία: Μικρὰ καὶ ἐλαφρὰ στάμνος.