ἀλαφροσκυμμένος

ἀλαφροσκυμμένος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροσκυμμένος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφροσκυμμένος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ. 2 141.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ σκυμμένος μετοχ. τοῦ ρ. σκύφτω.
  8. Σημασιολογία: Ὁ κεκλιμένος ἐλαφρῶς, ὀλίγον : Ἀλαφροσκυμμένο κορμί.