ἀλαφρόσκολη

ἀλαφρόσκολη

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρόσκολη
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλαφρόσκολη ἡ, Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ.
  8. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. σκόλη.
  9. Σημασιολογία: Μικρὰ καὶ ἀσήμαντος θρησκευτικὴ ἑορτή, καθ’ ἣν ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία.Συνών. ἀλαφρογεˬορτή, ἀλαφρογεˬόρτι, ἀλαφρογεˬορτούλλα.