- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρόσκολη
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλαφρόσκολη ἡ, Κρήτ. Σίφν. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. σκόλη.
-
Σημασιολογία:
Μικρὰ καὶ ἀσήμαντος θρησκευτικὴ ἑορτή, καθ’ ἣν ἐπιτρέπεται ἡ ἐργασία.Συνών. ἀλαφρογεˬορτή, ἀλαφρογεˬόρτι, ἀλαφρογεˬορτούλλα.