ἀλαφρός

ἀλαφρός

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρός
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρὸς ἐπίθ. ἐλαφρὸς Κρήτ. Πελοπν. (Κόρινθ. κ. ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ά.) ἐλαφρὺς Λεξ. Περίδ. ἐλαφρέος Εὔβ. (Κύμ.) ἰλαφρὸς Μακεδ. ἰλαφρὺς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀλαφρὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀλεφρὸς Σύμ. ἀλαφρὺς Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Ἀδιανούπ. Καραγ. κ.ἀ.) Κρήτ. (καὶ ἀλαφρὸς) Πελοπν. (Οἰν.) Σάμ. κ.ἀ.ἀλαφρε͜ιὸς Κεφαλλ. (καὶ ἀλαφρὸς) Κύθν. Κύπρ. Σάμ. (καὶ ἀλαφρὸς) ἀλαβρὸς Κύπρ. ἀλαβρε͜ιὸς Κύπρ. (καὶ ἀλαφρὸς) ἄλαφρο Ἀπουλ. ἀφρὲ Τσακων. ’λαφρὸς Θρᾴκ (Αἶν. Μάδυτ. κ.ἀ.) Λέσβ. Μακεδ. (Μελέν. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ’λαφρὸ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀνακ.) ’λεφρὸ Καππ. (Ἀραβάν.)’λαφρὺς Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κόνιστρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Λέσβ. Μακεδ. (Μελέν). κ.ἀ. – ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 125, 119’λαφρε͜ιὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. Θηλ. ἀλαφιρε͜ι ὰ Σαμοθρ. (Χώρ.) ἀαφιιε͜ι ὰ Σαμοθρ.
  7. Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἐλαφρός. Τὸ α ἐκ τοῦ οὐδ. πληθ. τὰ ἐλαφρὰ - τὰ ’λαφρά, ὅθεν ἀφ’ ἕνὸς μὲν κατ’ ἀναλογ. ’λαφρός, ἀφ’ ἑτὲρου δὲ ἐκ κακοῦ χωρισμοῦ τ’ ἀλαφρὰ καὶ περαιτέρω κατ’ ἀναλογ. καὶ ἀλαφρός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Μεουρσ. Ὁ τύπ. ἐλαφρὺς –’λαφρὺς κατὰ τὸ ἀντίθ. βαρύς, ὁ δὲ ἀλαφρε͜ι ὸς ἐκ τοῦ θηλ. ἀλαφρε͜ι ά. Διὰ τὸν τυπ. ἀλαφρέος ἰδ. ΒΦάβη Γλωσσ. Ἐπισκ. 41. Τὸ ’λαφρὸς καὶ λαφρὺς καὶ παρὰ Σομ.
  8. Σημασιολογία: 1) Ὁ μὴ ἔχων πολὺ βάρος, ἐλαφρός, κοῦφος κοιν. καὶ Ἄπουλ. (Καλημ. κ ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν.κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) : Ξύλο ἀλαφρό. Πέτρα ’λαφρε͜ι ὰ κοιν . Σὰν τοὺν Ἀφρὸ ἀλοφρὸς Ἀδριανούπ.Ἀλεφρὸν γουμάρι Σύμ. Ἐγὼ ἀσ’ σ’ ἐσὲν κι ἄλλο ’λαφρὸς εἶμαι (ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ σὲ ἐλαφρότερος) Τραπ. Χαλδ. Τὸ ξύλον ἀσ’ σὴν πέτραν ’λαφρὸν ἔν’ (τὸ ξύλον εἶναι ἐλαφρότερον ἀπὸ τὴν πέτραν) Τραπ. Ἐλαφρὺ χέρι (τὸ μὴ καταφέρον πλῆγμα ὀδυνηρόν. Ἀντίθ. βαρὺ χέρι) Κορινθ. || Φρ. Εἶναι ἀλαφρὸς ’ς τὸ νοῦ -’ς τὰ μυˬαλὰ ἢ εἶναι ἀλαφρὸς ἀπὸ μυˬαλὰ (ἐπὶ μωροῦ) πολλαχ. Ἀλαφρὸ τοὺ χῶμα σ’ !(εὐχὴ πρὸς ἀποθανόντα) Ἤπ. Καντάρι ἐλαφρὸ (τὸ δεικνῦον βάρος μεγαλύτερον τοῦ πραγματικοῦ. ἀντίθ. καντάρι βαρὺ) Κορινθ. Τὸ καντάρι σέρνει ἀπὸ τσ’ ἀλαφρὲς (τοποθετεῖται κατὰ τρόπον, ὥστε νὰ ζυγίζῃ ἐλαφρὰ βάρη. Ὁ στατὴρ ἔχει δύο πλευράς, ὧν ἡμία δεικνύει τὰ μικρὰ βάρη, ἡ δὲ ἑτέρα τὰ μεγάλα, ἐν δὲ τῇ προκειμένη φρ. εἰς τὸ ἐπίθ. ἀλαφρὲς ἐξυπακούεται τὸ οὐσ. μερεˬές. Ἀντίθ. φρ. τὸ καντάρι σέρνει ἀπὸ τσοὶ βαρε͜ι ὲς) Κρήτ. Ζυγιˬάζω ἢ ζυγίζω ἀπὸ τοὶς ἀλαφρὲς (ζυγίζω τι ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ στατῆρος τῆς δεικνυνούσης ἐλαφρὰ βάρη) πολλαχ. Αὐτὸ ζ’γιˬάζιτι ἀπ’ τ’ς ἀλαφρὲς (ἐπὶ πράγματος ἐλαφροῦ) Αἰτωλ. Αἱ ἑπόμεναι φρ. λέγονται μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου μωροῦ, τοῦ ὁποίου δηλ. τὸ διανοητικὸν βάρος εἶναι τόσον ἐλαφρόν ὥστε ἄν ἐτίθετο εἰς τὸν στατῆρα, θὰ ἠδύνατο νὰ ζηγισθῇ ἐκ τῆς πλευρᾶς, δι’ ἧς ζυγίζονται τὰ ἐλαφρὰ πράγματα : Ζυγιˬάζ’ ἀπὸ ν ἀλαφρὴ (ἐνν. μερεˬάν) Ἤπ. ζυγίζει-σέρνει ἀπὸ τσ’ ἀλαφρὲς Κρήτ. Ζυγιˬάζει ἀπὸ τοὶς ἀλαφρε͜ι ὲς Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. Ζυγιˬάζ’ ἀπὸ τοὶς ἰλαφρὲς Μακεδ. Τραυᾷ ἀπὸ τοὶς ἀλαφρε͜ι ὲς Δαρδαν. Ζ’γιˬάζ’ ἀπὸ τ’ς ἀλαφρε͜ι ὲς Αἰτωλ. Διὰ τὰς φρ. πβ. καὶ ἀλαφροζυγιˬάζω, ἀλαφροζυγίζω, ἀλαφροκαμπανίζω, ἀλαφροκάνταρο, ἀλαφροπαλάντζα, ἀλαφροπαλάντζας. || Παροιμ. Καὶ τὰ ’λαφρεˬὰ ’ς τὸ γάδαρο καὶ τὰ βαρεˬὰ ’ς τὸ γάδαρο (ἐπὶ τοῦ ἀποδίδοντος εἰς τὸν ἀνίσχυρον πᾶσαν ἀξιόμεμπτον πρᾶξιν) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν.Ἡ σημ. αὕτη ἤδη παρ’ Ὁμ. Μ 450 «λᾶαν ἐλαφρόν». Συνών ἄβαρος 1. 2) Οὐχί συμπεπυκωμένος. ἀραιός, εὐδιάλυτος Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Χῶμα ἀλαφρὸ (τὸ εὐκόλως καλλιεργούμενον). Ἔν’ ἀλαφρὰ ἡ γῆς.β) Οὐχὶ πηκτός, ὑδαρὴς σύνηθ. : Καφὲς ἀλαφρὸς (ὁ παρασκευαζόμενος διὰ διαλύσεως ὀλίγου καφἐ εἰς ὕδωρ).3) Ἐξησθενημένος, ἀμβλὺς σύνηθ.: Ἄκουσα ἕνα χτύπο ἀλαφρό. Ἔχω κρύωμα ἀλαφρό. Ἔχω ζάλη ἀλαφρε͜ι ά.4) Ὁ μὴ προξενῶν βάρος εἰς τὸν στόμαχον, εὔπεπτος, ἐπὶ τροφῶν καὶ ὑγρῶν σύνηθ.: Κρασὶ-νερὸ-φαεῖ ἀλαφρό.5) Ὁ εὐκόλως κινούμενος, εὐκίνητος σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. : Ἔχει χέρι ἀλαφρὸ (ἐπὶ δεξιοτέχνου) πολλαχ. Ἔχει περπατησιˬὰ ἀλαφρὴ (περιπατεῖ ταχέως) πολλαχ. Εἶν’ ἀλαφρὸς πουλὺ αὐτὸς Αἰτωλ. Ἡ σημ. ἤδη παρ’ Ὁμ. Ε 122 «γυῖα δ’ ἔθηκεν ἐλαφρὰ» καὶ Ψ 749 «ἐλαφρὸς ποσσί».6) Οὐχὶ βαθύς, ἐπὶ ὕπνου σύνηθ. : Κάνω ὕπνο ἀλαφρὸ (κοιμῶμαι ἐλαφρῶς, ὥστε ἐξυπνῶ μὲ τὸν ἐλάχιστον θόρυβον). Ἔχει ὕπνο ἀλαφρό. || Φρ. Ὕπνον ἀλαφρό ! (εὐχὴ πρὸς τὸν κατακλινόμενον διὰ νὰ εἶναι ὁ ὕπνος του ἥσυχος). 7) Εὔκολος, ἐπὶ ἐργασίας μὴ ἀπαιτούσης ἰσχυρὰς σωματικὰς δυνάμεις σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) : Ἀλαφρε͜ι ὰ δουλε͜ι ὰ σύνηθ. ’Λαφρὸν δουλείαν εὐτάγω Χαλδ. Ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης πβ. τὸ τοῦ Ὁμ. Χ 287 «ἐλαφρότερος πόλεμος». 8) Μικρὸς, ἀσήμαντος σύνηθ. : Ἀλαφρὴ γεˬορτὴ (ἐκκλησιστικὴ ἑορτή, καθ’ ἣν δὲν ἐπιβάλλεται ἀργία). Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ Πολυβ. 5, 62, 6 «τῶν δὲ πόλεων αἱ μὲν ἐλαφραὶ καταπεπληγμέναι τὴν ἔφοδον αὐτοῦ προσετίθεντο, αἱ δὲ πιστεύουσαι ταῖς παρασκευαῖς καὶ ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων ὑπέμενον». Πβ. ἀλαφρογεˬορτή, ἀλαφρογεˬόρτι, ἀλαφρόσκολη. 9)Μεταφ. κοῦφος τὸν νοῦν, ἀνόητος, μωρὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ά.) : Εἶναι ἀλαφρή, λογόμυαλη ἡ γυναῖκα Κεφαλλ. Βρεθ’κα ἀλαφρὺς κὶ τοὺν ἔδουκα τοὶς παρᾶδις Καραγ. Πολλὰ ’λαφρὸς ἔν’ Χαλδ. Εἶνι νιˬὰ ψιχούλλ’ ἀλαφρὸς (ὀλίγον τι εἶναι ἀνόητος) Αἰτωλ. Ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης πβ. Πολυβ. 6, 56, 11 «πᾶν πλῆθός ἐστιν ἐλαφρὸν καὶ πλῆρες ἐπιθυμιῶν παρανόμων, ὀργῆς ἀλόγου, θυμοῦ βιαίου». Συνών. ἄβαρος 1β, ἀλαφρόγνωμος, ἀλαφροκαύκαλος, ἀλαφροκέφαλος, άλαφροκουδουνισμένος, άλαφρόμυˬαλος, ἀλαφρομυˬαλούσης, άλαφρονοῦσα, άλαφρονούσης, ἀλαφροπαλάντζας, ἀλαφρόστοιχος, ἄμυˬαλος, βλάκας, κουτός. Πβ. άλαφρούτσικος, ἀλαφρωπός, κουτούτσικος. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Λαφρὺς ἐπών. Χίος (Καλημασ.)