- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροπόδαρος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφροπόδαρος ἐπίθ. Κρήτ. – Λεξ. Γαζ. (λ. ἁλτικὸς)’λαφροπόδαρος Κρήτ. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ποδάρι τὸ ’λαφροπόδαρος καὶ παρὰ Σομ.
-
Σημασιολογία:
Ὁ ταχέως βαδίζων, ταχύπους.Συνών. ἀλαφροπάτης 2.