- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρόπιστος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφρόπιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλαφρόπιστους Μακεδ.’λαφρόπιστος Κρήτ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. πίστι. Τὸ ’λαφρόπιστος καὶ παρὰ Σομ., παρ’ ὧ καὶ ἐλαφρόπιστος.
-
Σημασιολογία:
Ὁ εὐκόλως πιστεύων, εὔπιστος.