ἀλαφροπιάνω

ἀλαφροπιάνω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροπιάνω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφροπιάνω ἀμάρτ.ἀλαφροπκιˬάν-νω Κύπρ. ἀλαβροπκιˬάν-νω Κύπρ.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. πιˬάνω
  8. Σημασιολογία: Πιάνω, λαμβάνω τινὰ ἐλαφρῶς μόλις ἐγγίζων αὐτόν : ᾎσμ. Ἀλαφροπκιάσ’ με, Διγενή, πονῶ τὰ κόκκαλά μου. -- Ἀλαφροπκιˬάν-νω, Χάροντα, γελᾷς μου ταὶ μοῦ φεύκεις (ἐκ τῆς πάλης Διγενῆ καὶ Χάρου). Τιˬ ἀλαβροπκιιˬάσ’ με, Διενή, γιˬὰ νὰ σ’ ἀλαβροπκιˬάσω. Τιˬ ἀλαβροπκιˬάν-ν’ ὁ Διενὴς ταὶ σφιχτοπκιˬάν-ν’ ὁ Χάρως. Ἀντίθ. σφιχτοπιˬάνω.