ἀλαφροπατῶ

ἀλαφροπατῶ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροπατῶ
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφροπατῶ, ἐλαφροπατῶ Κῶς Πάρ. κ.ἀ. ἀλαφροπατῶ Σίφν κ.ἀ. – ΔΣολωμ. 339 ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 33.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. πατῶ.
  8. Σημασιολογία: 1) Πατῶἐλαφρῶς,κάμνω ἐλαφρὰ πατήματα, βαδίζω ἄνευ κρότουΠάρ. Σίφν. κ.ἀ. – ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ἐλαφροπατεῖ σὰν γάττος Πάρ. || Ποιήμ. Ἡ Μοῦσ’ ἀλαφροπάτησε κ’ ἐστήθηκ’ ὀμπροστά μου καὶ μὄδειξε τὴ μύτι του γιˬὰ τὴ σκορδομυτιˬά μου. (επἰγραμμα σκωπτικὸν εἰς ψεύστην) ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ τὰ παιδιˬὰ ἀλαφροπατοῦν σὰ νὰ μὴ θέλουν νὰ ταράξουν τὸν ὕπνο ἑνὸς νεκροῦ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.2) Εἶμαι κοῦφος, φαίνομαι μωρός, ἀνοηταίνω Κῶς Πάρ. κ.ἀ : Αὐτὸς μοῦ φαίνεται πῶς ἐλαφροπατεῖ λιγάκι Πάρ. || ᾎσμ. Τῆς μάννας ἡ παραγγελιὰ πατοῦσε ’ς τὲς ὀκάδες, μὰ ὁ γιˬός της ἐλαφροπατεῖ καὶ κυνηγᾷ κυράδες Κῶς. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροφέρνω 2.