ἀλαφροπερπάτητος

ἀλαφροπερπάτητος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροπερπάτητος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφροπερπάτητος ἐπίθ. ΚΧατζοπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 47.
  7. Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφροπερπατῶ, δι’ ὃπβ. ἀλαφρο-
  8. Σημασιολογία: Ὁ περιπατῶν ἐλαφρῶς : Συνάζονται κ’ οἱ ὑπαξιωματικοί, ὅλοι ἀλαφροπερπάτητοι καὶ τσελεπῆδες.