- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροπερπάτητος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφροπερπάτητος ἐπίθ. ΚΧατζοπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 47.
- Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφροπερπατῶ, δι’ ὃπβ. ἀλαφρο-
-
Σημασιολογία:
Ὁ περιπατῶν ἐλαφρῶς : Συνάζονται κ’ οἱ ὑπαξιωματικοί, ὅλοι ἀλαφροπερπάτητοι καὶ τσελεπῆδες.