- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροπάτης
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφροπάτης ἐπίθ῎ Ζάκ. κ.ἀ. ἀλαφροπάτ’ς στερελλ. (Αἰτωλ.)
- Ἐκ τοῦ ρ. ἀλαφροπατῶ
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ βαδίζων ἐλαφρῶς, ἄνευ κρότου Ζάκ. κ.ἀ. Πβ. ἀλαφρὰ 2.2) Ὁ ταχέως βαδίζων Στερελλ. (Αἰτωλ.) : Μουνάχα αὐτὸς οὑ ἀλαφροπάτ’ς μπουρεῖ νὰ τοὺ πάρ’ μουνουημιρὶς ἀπουδῶ ὣς τοὺ Μ’σουλό’ (ἠμπορεῖ νὰ πάγῃ ἐν μιᾷ ἠμέρᾳ εἰς τὸ Μεσολόγγιον). Συνων. ἀλαφροπόδαρος