- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροπαλάντζα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλαφροπαλάντζα ἡ. ἀμάρτ. ἐλαφροπαλάντζα Πελοπν. (Γορτυν.) ἀλαφροπαλάτζα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν.) ἀλεφροπαλάτζα Σύμ.
- Ἐκ τοῦ ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. παλάντζα.
-
Σημασιολογία:
Πλάστιγξ ἢ στατὴρ ζυγίζων ἐλλιπῶς καὶ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνοήτου, τοῦ ἐλαφρόνου ἔνθ’ ἀν.: Δὲν κρατεῖ μιὰ σειρὰ ’ς τὴν κουβέντα του, εἶναι ἀλαφροπαλάτζα Δημητσάν. ’Ὲν καΐτζει κ’ ἔουτος ἡ ἀλεφροπαλάτζα ! (δὲν κάθηται καὶ αὐτὸς ὁ μωρός!) Σύμ. Οὔ, ἡ ἐλαφροπαλάντζα! (περιφρονητικῶς ἐπὶ τοῦ ἀνοήτου ) Γορτυν. Συνών. ἀλαφροκάνταρο Πβ. ἀλαφρογεˬορτή, άλαφρογεˬόρτι, ἀλαφροπαλάντζας.