ἀλαφροπαλάντζα

ἀλαφροπαλάντζα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροπαλάντζα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλαφροπαλάντζα ἡ. ἀμάρτ. ἐλαφροπαλάντζα Πελοπν. (Γορτυν.) ἀλαφροπαλάτζα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν.) ἀλεφροπαλάτζα Σύμ.
  8. Ἐκ τοῦ ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. παλάντζα.
  9. Σημασιολογία: Πλάστιγξ ἢ στατὴρ ζυγίζων ἐλλιπῶς καὶ μεταφ. ἐπὶ τοῦ ἀνοήτου, τοῦ ἐλαφρόνου ἔνθ’ ἀν.: Δὲν κρατεῖ μιὰ σειρὰ ’ς τὴν κουβέντα του, εἶναι ἀλαφροπαλάτζα Δημητσάν. ’Ὲν καΐτζει κ’ ἔουτος ἡ ἀλεφροπαλάτζα ! (δὲν κάθηται καὶ αὐτὸς ὁ μωρός!) Σύμ. Οὔ, ἡ ἐλαφροπαλάντζα! (περιφρονητικῶς ἐπὶ τοῦ ἀνοήτου ) Γορτυν. Συνών. ἀλαφροκάνταρο Πβ. ἀλαφρογεˬορτή, άλαφρογεˬόρτι, ἀλαφροπαλάντζας.