- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροπαίρνω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλαφροπαίρνω Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν.) κ.ἀ. – ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωή2 103.
- Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. παίρνω.
-
Σημασιολογία:
1) Σηκώνω τι ἐλαφρῶς μόλις ἐγγίζων ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ.
Ὁ φτερωτὸς ὡραῖος ὕπνος κιˬ ὁ ἄλλος . . .
. . . ἁπλώνοντας τὰ χέρια | σὲ ἀλαφροπῆραν
2) Ἐλαφρῶς καὶ μόλις ἀκούω τι ἐκ τυχαίας συμπτώσεως Ἀθῆν.: Τὸ ἀλαφροπῆρε τ’ ἀφτί μου. β) Δὲν ἀκούω καλῶς , παρακούω Πελοπν. (Γορτυν.) : Τὸ ἀλαφροπῆρα.
3) Δὲν λαμβάνω ζήτημά τι ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν, κρίνω τι ἀπροσέκτως καὶ ἐπιπολαίως Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν.) κ.ἀ. : Ἐμένα μοῦ τὸ εἶπαν αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἀλαφροπῆρα Γορτυν. κ.ἀ. Μὴν τ’ ἀλαφροπαίρνῃς, γιˬατὶ εἶναι σπουδαῖο Ἀνδρίτσ. κ.ἀ.