ἀλαφροπαίρνω

ἀλαφροπαίρνω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροπαίρνω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφροπαίρνω Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν.) κ.ἀ. – ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωή2 103.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. παίρνω.
  8. Σημασιολογία: 1) Σηκώνω τι ἐλαφρῶς μόλις ἐγγίζων ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ὁ φτερωτὸς ὡραῖος ὕπνος κιˬ ὁ ἄλλος . . . . . . ἁπλώνοντας τὰ χέρια | σὲ ἀλαφροπῆραν 2) Ἐλαφρῶς καὶ μόλις ἀκούω τι ἐκ τυχαίας συμπτώσεως Ἀθῆν.: Τὸ ἀλαφροπῆρε τ’ ἀφτί μου. β) Δὲν ἀκούω καλῶς , παρακούω Πελοπν. (Γορτυν.) : Τὸ ἀλαφροπῆρα. 3) Δὲν λαμβάνω ζήτημά τι ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν, κρίνω τι ἀπροσέκτως καὶ ἐπιπολαίως Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Γορτυν.) κ.ἀ. : Ἐμένα μοῦ τὸ εἶπαν αὐτό, ἀλλὰ τὸ ἀλαφροπῆρα Γορτυν. κ.ἀ. Μὴν τ’ ἀλαφροπαίρνῃς, γιˬατὶ εἶναι σπουδαῖο Ἀνδρίτσ. κ.ἀ.