- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροξυλεˬὰ
- Λήμμα
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ξύλο. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς - εˬὰ ὀν. φυτῶν.
-
Σημασιολογία:
Τὸ φυτὸν ἀκτὴ ἡ μέλαινα (sambucusnigra) τῆς τάξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifoliaceae) μὲ ξύλον ἐλαφρὸν καὶ ἁπαλὴν ἐντεριώνην. Συνών. ἀφροξυλεˬά, κουφοξυλεˬά, σαμποῦκος. [**]