ἀλαφροξυλεˬὰ

ἀλαφροξυλεˬὰ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροξυλεˬὰ
  4. Λήμμα
  5. Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ξύλο. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς - εˬὰ ὀν. φυτῶν.
  6. Σημασιολογία: Τὸ φυτὸν ἀκτὴ ἡ μέλαινα (sambucusnigra) τῆς τάξεως τῶν αἰγοκληματωδῶν (caprifoliaceae) μὲ ξύλον ἐλαφρὸν καὶ ἁπαλὴν ἐντεριώνην. Συνών. ἀφροξυλεˬά, κουφοξυλεˬά, σαμποῦκος. [**]