ἀλαφροντύνω

ἀλαφροντύνω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφροντύνω
  4. Λήμμα
  5. Ρήμα
  6. ἀλαφροντύνω ἐνιαχ. ’λαφρουντύνου Μακεδ. κ.ἀ. Μετοχ. ἀλαφροντυμένος πολλαχ. ’λαφροντυμένος πολλαχ.
  7. Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. ντύνω. Παρὰ Σομ. ’λαφροντύνω.
  8. Σημασιολογία: Ἐνδύω τινὰ δι’ ἐλαφρῶν ἐνδυμάτων : Εἶμαι ’λαφροντυμένος πολλαζ.