- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφροντύνω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλαφροντύνω ἐνιαχ. ’λαφρουντύνου Μακεδ. κ.ἀ. Μετοχ. ἀλαφροντυμένος πολλαχ. ’λαφροντυμένος πολλαχ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. ντύνω. Παρὰ Σομ. ’λαφροντύνω.
-
Σημασιολογία:
Ἐνδύω τινὰ δι’ ἐλαφρῶν ἐνδυμάτων : Εἶμαι ’λαφροντυμένος πολλαζ.