- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλαφρονούσης
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλαφρονούσης ἐπίθ. Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. κ.ἀ. Οὐδ. ἀλαφρονούσικο Κρήτ. κ.ἀ.
- Ἐκ τοῦ θηλ. ἐπιθ. ἀλαφρονοῦσα. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 197.
-
Σημασιολογία:
Εὐήθης, μωρός. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφρόγνωμος.