ἀλαφρονούσης

ἀλαφρονούσης

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλαφρονούσης
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλαφρονούσης ἐπίθ. Ζάκ. Θήρ. Κρήτ. κ.ἀ. Οὐδ. ἀλαφρονούσικο Κρήτ. κ.ἀ.
  7. Ἐκ τοῦ θηλ. ἐπιθ. ἀλαφρονοῦσα. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 197.
  8. Σημασιολογία: Εὐήθης, μωρός. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφρόγνωμος.