Συνήθεια υπήρχε, να αγγέλουν δύο κανονιές στους χωρικούς, τον ερχομό των Τούρκων υπαλλήλων στα χωριά από δύο σημεία: Κορώνη και Μεθώνη. Αποβραδύς ακούστηκε και τώρα της Κορώνης. Μετά, υπόκωφος ο κρότος, του άλλου τους Μεθώνης. Δύο λεβέντες του χωριού εσκέφτηκαν, αμέσως, να φύγουν πέρα στο βουνό μη τ…

Συνήθεια υπήρχε, να αγγέλουν δύο κανονιές στους χωρικούς, τον ερχομό των Τούρκων υπαλλήλων στα χωριά από δύο σημεία: Κορώνη και Μεθώνη. Αποβραδύς ακούστηκε και τώρα της Κορώνης. Μετά, υπόκωφος ο κρότος, του άλλου τους Μεθώνης. Δύο λεβέντες του χωριού εσκέφτηκαν, αμέσως, να φύγουν πέρα στο βουνό μη τ…

  1. Συνήθεια υπήρχε, να αγγέλουν δύο κανονιές στους χωρικούς, τον ερχομό των Τούρκων υπαλλήλων στα χωριά από δύο σημεία: Κορώνη και Μεθώνη. Αποβραδύς ακούστηκε και τώρα της Κορώνης. Μετά, υπόκωφος ο κρότος, του άλλου τους Μεθώνης. Δύο λεβέντες του χωριού εσκέφτηκαν, αμέσως, να φύγουν πέρα στο βουνό μη τους γενεί κανά κακό. Ο 20χρονος Δημήτριος Γεωργόπουλος και φίλος του καλός, σηκώθηκαν πολύ πρωί την άλλη μέρα, της επισκέψεως μαθές, και κόλλησαν στο "Αετοβίγλι"· κατάντικρυ στο Μοναστήρι το ασύγκριτο της Χρυσοκελλαριάς. Σε μια σπηλιά της κορυφής εμπήκανε, για τη μεγάλη σιγουριά. Μα να σε λίγο: Ένα κυνηγόσκυλο μπροστά εις την κρυψώνα, που γαβγίζει. Ένας καβαλλάρης της Μοθωναίικης φρουράς ξεπέζεψε για να "ποστάρει" τα παιδιά με το ντουφέκι. Τους κάλεσε να πλησιάσουν και υπάκουσαν. Το Δημητράκη έδεσε καλά, κι απ' το γιλέκι του το φίλο. Κάπου στο δάσος ξέφυγε με βίαιο τίναγμα ο τελευταίος. Μόνο λάφυρο στα χέρια του εχθρού, το εφθαρμένο γελεκάκι. Το κυνηγιάρικο σκυλί τον πήρε στα κοντά, μα γύρισε ξανά στον αφέντη από φόβο, που του έδωσε το ρόπαλο του Ελληνόπουλου. Έφθασε στη Μεθώνη το απόσπασμα και παράδωσε το Δημητράκη στις Αρχές. Εκεί, έμεινε ένα διάστημα και μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου τον επήρανε μαζί. Ξεκίνησαν, για την Πόλη, με 14 σπασοκάραβα, αλλά η μεγάλη θαλασσοταραχή τους υποχρέωσε ν' αλλάξουνε πορεία. Μετά κόπου πολλού και χρόνου όχι λίγου, κατάφεραν να φτάσουνε στην Αλεξάνδρεια τα δυο. Στο ένα ήταν απ' αυτά το Βασιλιτσωτάκι. Το Δημητράκη έστειλαν, σχεδόν αμέσως, πέρα εις του Καΐρου τον Πασά. Η γλυκύτατη φωνή του σκλαβωμένου παιδιού, σαγήνευσε τον Πασά. Τον πήρε στο σαράγι του, για τούτο και για πάντα. Σε Τούρκικο σκολειό τον έστειλε, τα γράμματα να μάθει. Η ευφυΐα τον ωδήγησε στην τέλεια εκμάθηση της γλώσσας και των σκοπών πολλών ανατολίτικων τραγουδιών. Ήταν καιρός πια, για τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Παλάτι. Η μόνη εργασία του το τραγούδι, για ψυχαγωγία του Πασά. Κυρίως, την ώρα, που εξάπλωνε να κοιμηθή, αποζητούσε τη μελωδική φωνή να τον νανουρίσει, ώσπου να περάσεισ την αγκαλιά του Μορφέα απαλά. Και τότε η στοργική χανούμ με νεύμα τον απόδιωχνε σε διπλανό δωμάτιο. Ο ακόλουθος του Πασά, ωδηγούσε το Δημητράκη στην πόλη, για να χορτάσει η ψυχή του τα καλά, κατά Διαταγή του αφέντη. Εννέα χρόνια ο Δημητράκης στη σκλαβιά. Κάποτε, σε όχθη ποταμού, αντάμωσε Γάλλο καπετάνιο και θερμά τον παρεκάλεσε, για τη σωτηρία του απ' του Πασά τα νύχια. Δύσκολο κάπως για τον ξένο. Αν έπαιρνε το παλληκάρι στο καράβι του, υπήρχε φόβος συγκρούσεως με της Αιγύπτου τις Αρχές. Αρκέστηκε στον προσδιορισμό της ημερομηνίας, που θα σήκωνε άγκυρα. Για χάρη του, βαρκούλα στην παραλία θάταν αραγμένη. Στο χέρι του να την προφτάσει· να τόνε φέρει στο πλεούμενο. Η 'μέρα έφτασε. Κατέβηκε, σαν πάντοτε, με συνοδό στην πολιτεία. Με έξυπνο κόλπο, τον έστειλε σε ζαχαροπλαστείο, για την προμήθεια γλυκισμάτων, και ώσπου νάρθει βρίσκονταν κι 'όλας εις το καράβι. Γονατιστά προσεύχεται στο Θεό, που θέλησε να του χαρίσει τη λευτεριά, που τόσο αποζητούσε. Με δάκρυα στα μάτια, ευχαριστούσε τον καπετάνιο το μεγαλόψυχο. Σε λίγες 'μέρες έφτασαν στο Ναύπλιο, όπου συνάντησε τον Καλαμογδάρτη, που έζησαν μαζί στη μαύρη σκλαβιά. Το αεράκι της λευτεριάς, όμως, τον χάιδεψε πρώτα από το Γεωργόπουλο. Οι χωριανοί πληροφορούνται με συγκίνηση τον ερχομό του Δημητράκη στο Ναύπλιο. Ο αδεφλός του Χρίστος και Ηλίας Λυμπέρης, σπεύδουν να τον ανταμώσουν. Όλοι μαζί και πάλι σήμερα πατούνε στο καλό του Βασιλίτση το χωριό. Γενική η συγκίνηση. Δάκρυα χαράς πλημμυρίζουν τα μάτια. Το ερωτούν μερικοί: "Πώς τα πέρασες μπαρμπα-Δημητράκη;" Και η απάντηση: "Σκλάβο με θωρείς μωρέ και παρθενιά γυρεύης;". Από το γάμο του απόχτησε πολλά παιδιά, που έφεραν τα ονόματα: Γεώργιος, Νικόλαος, Θεόδωρος, Μαρία, Βασιλική, Φωτεινή και Γιαννούλα. Ο Θεόδωρος ήξερε τη δουλειά του αλμπάνη. Στρατιώτης ακόμα στα Μέγαρα, παντρεύτηκε τη Μεγαριτοπούλα Καλλιόπη και έμεινε παντοτινά στον τόπο το δικό της. Ο Αντώνιος Αναστασίου Γεωργαράκης κατάφερε να συγκρατήσει τις παρακάτω λέξεις του τραγουδιού του Σκλάβου, που τον άκουσε γλυκά να τραγουδεί στα 1888: "Φίβα - γιάρο, άρτι, μαντηλάτο, ακ, τσικ, μουράντο, γιοκ, παπατζίκ, μη γιόκ". Το περιεχόμενο -καθώς είπε- μιλάει για ραγιά, που πιάστηκε στη Θήβα να κλέβει στη μουριά του αγά το γλυκό τους καρπό. Τον ξεκοιλιάσανε εκεί την ίδια στιγμή. Τις μούρες στο μαντήλι του εδίπλωσαν καλά και διά μιας τις πήγανε στον άπονο αγά.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ακαθόριστα
  4. ΚΕΕΛ, χφο. 2910, σ. 25
  5. 2910
  6. Αρχείο Χειρογράφων
  7. 1964
  8. Ελληνική - Κοινή ελληνική
  9. Ελληνικά
  10. Μη προσδιορισμένη
  11. Παραδόσεις
  12. Τούρκος; Λυμπέρης, Ηλίας (καπετάν Λιάκος); Γεωργόπουλος, Δημήτρης; Γεωργόπουλος, Χρήστος; Πασάς Καΐρου; Ακόλουθος πασά Καΐρου; Γάλλος καπετάνιος
  13. Βάσει εγκυκλίου
  14. Βασιλίτσι Μεσσηνίας.
  15. Ντόκολας, Παναγιώτης
    Μουδάκη, Σταυρούλα
  16. Βασιλίτσι Μεσσηνίας.
  17. Ελληνική Επανάσταση
  18. Νέα Κορώνη
    Βασιλίτσι Μεσσηνίας.
    Τρίπολη
    Μεθώνη
    Κωνσταντινούπολη
  19. Δημήτριος Γεωργόπουλος
  20. Αιχμαλωσία Δημήτρη Γεωργόπουλου