Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
φτωχός
Default
Graph
Λήμμα
φτωχός
Γλώσσα οντότητας
Ελληνικά
Λήμμα
905
Προβολή λίστας
Η τύχη του πλούσιου δουλεέυει και του φτωχού κοιμάται.
Όσο να γέν', τ' αρκόd' η καρδιά, βγαίνει του φτωχού η ψ'χή.
Ο φτωχός το ρούχο του τρεις φορές το χαίρεται.
Μη δανειστής από φτωχό και πάρη σ' από πίσω.
Μηδ δανεισθής απόφτωχό και πάρει σε πό πίσω.
Από φτωχό μη δανειστής, γιατί σε παίρν ακλούθα.
Ου φτουχός κι η μοίρα τ'.
Φτουχός κι η μοίρα τ'.
Ο φτωχός και η μοίρα τ'.
Ο φτωχός κι η έρημη του μοίρα.
Όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Φτωχός κι η μοίρα του.
Ο φτωχός το ρούχο του δυό φορές το χαίρεται, καινούργιο και καινουργιομπάλωτο.
Όπου φτωχός κ' η μοίρα τ.
Ο φτωχός κ' η μοίρα τ'.
Ο φτωχός κ' η μοίρα τ'.
Και ο φτωχός σαν ημπόρει, κι ο πλούσιος σαν κατέχει.
Όπου φτωχός κ' η μοίρα του
Όπου φτωχός και η τύχη του.
Πάσα φτωχός κ' η μοίρα του.
Ο φτωχός κι' η μοίρα του.
Όπου φτουχός κι μοίρα.
Ο φτωχός κ' η μοίρα του.
Ο φτωχός απέθανε, κανείς δεν τον άκουσε.
Δέρνε το φτωχό μα δώριε και το δίκιο του.
Άμα του φτωχού πάει καλά η δουλειά, ποτέ φτωχός δεν είναι.
Τα χωράφια των φτωχών όσο κι αν κορπίσουν, μια φορά το μύλο θα γυρίσουν.
Φτωχός ο διάολος.
Που κάθεσαι, πτωχέ, να ρθώ να σε πειράξω.
Τόσον έχ' ο φτωχός την όρνιθάτου, όσ' ο άρχος το βούδι του.
Τη φτωχού τ' αχάντ' απάν σην στράταν κείται.
Η καλύβα 'σ τον φτωχό του φαίνεται παλάτι.
Φτωχός γεννειέται.
Ο εφτεχόν γίνεται και νιζαχκέας.
Σκόλη και καματερή δούλευε φτωχέ να ζης.
Ο άδρωπος ο φτωχός έν' τζ' άτιμος.
Με ο φτωχός εσ' όνομαν, με ο βορκάς αγνάγκιον.
Ο φτωχός θαρεί κερδίζει και φυραίνει κι' εν γνωρίζει.
Ο φτωχός όνταν τα χάση δεν εξέρει τι να πιάση.
Μην του τρώς του δίκιου τ' φτουχού.
Ο φτωχός ο άνθρωπος έχ' τη γλώσσα του δεμένη.
Φτωχός κοκ το ποτάμι στον ποσό του θα να πάνει.
Τ' εφτεχού τ' αχάντ' σην στράταν-τ' απάν' στέκ'.
Τ' εφτωχού το καμίσ' εν αβούτε.
Του φτωχού δος του ψωμί και δρόμο μην του δείξης.
Η ζεγκίν η καρδιά σιν να γίνεται τη φτωχού η ψσή εβγαίν.
Ως που να γέν τ' αρκούντα η όριηι βγαίν' του φτουχού η ζωή.
Ως που να ενή το κκέφι τ' αρκοντου ήψυση του φτωχού βκαίννει.
Στα νάρτη η όρεξι τ' αρκόντου βγαίν' η ψυχή του φτωχού.
Ώστι να γένη το κκέφι του αρκόντου, ο φτωχός επέθανεν.
Ως πού ναρτη τ' αρκόντου η όρεξι, βγαίν η ψυχή του φτωχού.
Ως που να ρτή του πλουσίου η όρεξη βγέλλει του φτωχού η ψυχή.
Ωσπού να γέν' τ' αρχόντ' το κέφ', βγαίν' του φτωχού η ψυχή.
Όσο νάρτη τ' αρκόντου το τσέφι, βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Ώσπου νάρθη του πλουσίου η αροξή βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Ώστι να ινή το κκέφιν τ' αρκόντου, του φτωχού εξέην η ψυσ' ή του.
Όσο να γένη του πλούσιου η όρεξη βγαίνει του φτωχού η ψυχή.
Ώστα να γέν' του θέλ' μα τ' άρχονdα βγαίν' τη φτωχού γη ψ'χή.
Όντας γένετ' η θάλασσα μέλι χάν' ο φτωχός το χουλιάρι του.
Η θάλασσα εγέντον γάλαν και ο φτωχός χουλιάρ' κ' είχεν.
Η θάλασσα έγινε μέλι και ο φτωχός δεν είχε χουλιάρ.
Η θάλασσα εκλώστεν γάλαν κι ο φτωχόν χουλιάρ' κ' είχεν.
Η θάλασσα γομώθεν ξύγαλαν κ' εφτωχού κ' είσεν χουλεάρ.
Η θάλασσα τσορπάν- η γάλαν- να κλώσκεται, ο εφτωχόν χουλάρ' κ' ηυρίκ να τρώει.
Σα γίν' του πουτάμ' μέλ', ο φτωχός χάν' του κουτάλ' τ.
Ο Θεός εβαρέθηκε το φτωχό περήφανο και το γέρο πούρνο.
Ο Θεός δεν εμίσησεν άλλον πσά το φτωχόν και περήφανον ή πσα το γέρο πόρνον.
Ο Θεός να σε φυλάη από φτωχό περήφανο.
Τ' αρνί φτωχό, η ουρά πλατειά.
Φτωχό αρνί- πλατειά η νουρά του!
Φτωχό αρνί- πλατειά η νουρά του.
Φτωχό αρνί- πλατειά η νουρά του.
Είναι και φτωχό ταρνί έχει και πλατειάν ουρά.
Φτωχός και περήφανος.
Ο Θεός να σε φυλάη από φτωχόν περήφανον κι από καινούριον άρχοντα.
Θεέ, μη δώτσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπασθή και πάρη το και φύη.
Θεέ, μη δώτσης του φτωχού πόρταν τσαι παναθύρι τσαι πάπλωμα να σκεπαστή τσαι πάτη το τσαι φύη.
Χριστέ, μη δώσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να κοιμηθή κι επέρη το και φύη.
Θέ μου μη δώσης του φτωχού πόρτα και παραθύρι και πάπλωμα να σκεπασθή διότι θα το πάρ' να φύγη.
Θεέ, μη δώσεις του φτωχού σπίτι με παρεθύρι, τα πάπλωμα να σκεπαστή μη σηκωθή και φύη.
Θέ μου, μη δώσης του φτωχού πόρτα και πανεθύρι και πάπλωμα και σκεπαστή και σηκωθή και φύγει.
Θέε μου μη δώσης του φτωχού πόρτα τσαι πανεθύρι τσαι πάπλωμα να σκεπαστή τι πάρη το τσαι φύγη.
Θέ μου, μη δώσης το φτωχό πόρτα και παραθύρι για θα τη bάρ' στον ώμο του και θα σκωθή να φύγ'.
Του φτωχού το βρισιμιό από ολόνι-ν ως καρφί.
Τ' εφτεχού το εύρεμαν, για καρφίν για πέταλον.
Του φτωχού το ηύρεμα ή καρφί ή πέταλο.
Του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο.
Του φτωχού το ηύρεμα ή καρφί ή πέταλον.
Του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο.
Τη φτωχού τ' εύρεμαν για καρφίν, για πέταλον.
Ο φτωχόν για καρφίν ευρήσκει για πέταλον.
Του φτωχού το βρησιμιίον γη βελόνι γη καρφί κουτσουλλόν.
Ο φτωχός άντρωπος και τ' άδειο σακκί δεν έχουνε υπόληψη.
Στενό σακκί φτωχού χαρά.
Όντας 'γίν' κ' η θάλασσα μέλ' έχασ' ου φτουχός του χ'λιάρ.
Όπ' ου φτουχός κ' η μοίρα τ'.
Φτουχού καμπάνα δεν αχάει, πλούσιον δεν ανασαίν'.
Του φτωχού η μοίρα για καρφί για βελόνα.
Του φτωχού το βρέσιμο ή βελόνα ή κουμπί.
Του φτωχού το βρισιμιόν είναι κουτσλόκαρφον.
φτωχός -
Identifier:
333393
Internal display of the 333393 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred