Η μυρμήκα σταν φέρη φτερά, να χάβουται σιμά εν.

Η μυρμήκα σταν φέρη φτερά, να χάβουται σιμά εν.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. φέρνω-φτηναίνω
  4. 64
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 64
  7. Φ. Κουκουλές, Ε.Ε.Β.Σ. Η', σ. 15.
  8. Ε.Ε.Β.Σ.
  9. Περιοδικό
  10. φτερά
  11. Κουκουλές, Φαίδων
  12. Πόντος.