φρόνιμος

φρόνιμος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. 64
  5. φέρνω-φτηναίνω
  6. Συρτάρι 64
  7. φρόνιμος
  8. γουρούνι
  9. βλ. γουρούνι.