Φουσκωμένος κούρκος.

Φουσκωμένος κούρκος.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. 64
  5. φέρνω-φτηναίνω
  6. Συρτάρι 64
  7. φουσκώνω
  8. Λ.Α. αρ. 1132, σ.29, Μ. Λιουδάκη, Βιθυνίας, 1937.
  9. 1132
  10. 1937
  11. Ερμ. Είναι αλαζών.
  12. Αρχείο Χειρογράφων
  13. Λιουδάκη, Μαρία
  14. Βιθυνία.