βρίκι

βρίκι

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βρίκι
  4. Λήμμα
  5. Μόριο
  6. βρίκι μόρ. Πόντ. (Οἰν.)
  7. Λέξις πεποιημένη.
  8. Σημασιολογία: Δηλοῖ τοὺς ἀνάρθρους φθόγγους τοῦ ψελλίζοντος νηπίου.