Φλάμπουρο.

Φλάμπουρο.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. φέρνω-φτηναίνω
  4. 64
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 64
  7. Αρχείο Χειρογράφων
  8. Λ.Α. αρ.756, σ.20, 52, Ήπειρος, Β.Ρέκκας
  9. 756
  10. Επί ατόμου που προσπαθεί να βρίσκεται πάντοτε εμπρός. φλάμπορο=σημαία.
  11. φλάμπουρο
  12. Ήπειρος.
  13. Ρεκκας, Β.