Κάποιος εφοβέρισε την γυναίκαι του κι' έκοψε την ψωλή του.

Κάποιος εφοβέρισε την γυναίκαι του κι' έκοψε την ψωλή του.

  1. Κάποιος εφοβέρισε την γυναίκαι του κι' έκοψε την ψωλή του.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. φέρνω-φτηναίνω
  5. 64
  6. Μη προσδιορισμένη
  7. Συρτάρι 64
  8. Αρχείο Χειρογράφων
  9. Λ.Α. αρ. 330, σ. 834, Νεστορίδης.
  10. 330
  11. Νεστορίδης, Κ.
  12. φοβερίζω