Φιτυλίζει - φιτυλήψης.

Φιτυλίζει - φιτυλήψης.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. φέρνω-φτηναίνω
  4. 64
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 64
  7. Λ.Α. αρ.511, σ.113, Βογατσικό, Τ.Γρέζος
  8. 511
  9. Αρχείο Χειρογράφων
  10. ραδιουργεί
  11. φιτιλίζω
  12. Βογατσικό Μακεδονίας.
  13. Γρέζος, Τριαντάφυλλος