Ο σσύλλος ψιεί που τρώει, λάσσει.

Ο σσύλλος ψιεί που τρώει, λάσσει.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. Συρτάρι 62
  5. 62
  6. τρώγω
  7. τορνέσι-τρώγω
  8. Λ.Α. αρ. 1633, σελ. 24, Ανδρέας Μ. Κολίτσης, Κυθραία Κύπρος, 1951.
  9. 1633
  10. Αρχείο Χειρογράφων
  11. 1951
  12. Κύπρος.
  13. Κολίτσης, Ανδρέας Μ.
  14. λάσσω= υλακτώ.