- Σ' ένα τρώγουν.
- Ψηφιακό τεκμήριο
- Ελληνικά
- Μη προσδιορισμένη
- Συρτάρι 62
- 62
- τρώγω
- τορνέσι-τρώγω
- Λ.Α. αρ. 395, σ. 46, 217, Ήπειρος, Σωφρόνιος.
- 395
- 1926
- Αρχείο Χειρογράφων
- Ειρωνικώς προς τους αξιούντας οτι έχουσιν ομοιότητα ή συγγένειαν πρός εξοχόν τι πρόσωπον.
- Ήπειρος.
- Σωφρόνιος