Ανάριο, ανάριο το φιλί για να ναι χαϊδεμένο.

Ανάριο, ανάριο το φιλί για να ναι χαϊδεμένο.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. φέρνω-φτηναίνω
  4. 64
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 64
  7. Αρχείο Χειρογράφων
  8. Λ.Α. αρ. 2207 σ. 1, Ευστ. Παΐζης, Ανωγή Ιθάκης, 1956.
  9. 2207
  10. φιλί
  11. Ανωγή Ιθάκης
  12. Παΐζης, Ευστάθιος