Έφυγ' αμολόητος.

Έφυγ' αμολόητος.

  1. Έφυγ' αμολόητος.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. φέρνω-φτηναίνω
  5. 64
  6. Μη προσδιορισμένη
  7. Συρτάρι 64
  8. Καλάβρυτα, Φ. Κουκουλές, ΗΜΕ, 1927, σ. 241.
  9. ΗΜΕ
  10. φεύγω
  11. 1927
  12. Περιοδικό
  13. Καλάβρυτα.
  14. Κουκουλές, Φαίδων