Φάϊ, νύφη μ', κι ιλιές. -(Νυμφ.) Καλό κι του χαβιάρ'. -(Πενθ.) Καλό, αλλ' ακριβό, -(Νυμφ.) Ακριβό, αλλά τ' αξίζ'.

Φάϊ, νύφη μ', κι ιλιές. -(Νυμφ.) Καλό κι του χαβιάρ'. -(Πενθ.) Καλό, αλλ' ακριβό, -(Νυμφ.) Ακριβό, αλλά τ' αξίζ'.

  1. Φάϊ, νύφη μ', κι ιλιές. -(Νυμφ.) Καλό κι του χαβιάρ'. -(Πενθ.) Καλό, αλλ' ακριβό, -(Νυμφ.) Ακριβό, αλλά τ' αξίζ'.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. Συρτάρι 62
  6. 62
  7. τρώγω
  8. Λ.Α. αρ. 466, 141, Σκόπελος, Ανωνύμου
  9. 466
  10. 1906
  11. τορνέσι-τρώγω
  12. Κοκκολάτος, Κλεόβουλος, Χρ.
  13. Αρχείο Χειρογράφων
  14. Σκόπελος.