Συλών'νε, φουσκών'νε, τρών' τα.
Συλών'νε, φουσκών'νε, τρών' τα.
- Συλών'νε, φουσκών'νε, τρών' τα.
- Ψηφιακό τεκμήριο
-
Ελληνικά
-
τορνέσι-τρώγω
-
Μη προσδιορισμένη
-
Συρτάρι 62
-
62
-
τρώγω
-
Λ.Α. αρ. 1361 Γ, σελ. 24, Θ. Ανθοπούλου, Φλογητά, 1937 – 1938
-
1361
-
1938
-
Αρχείο Χειρογράφων
-
Τα μουσκεύσουνε, τα βρέχουνε, τα τρώνε. Επί των κουτσομπολευόντων και κατηγορούντων κατ' ιδίαν.
-
Νέα Φλογητά Χαλκιδικής
-
Ανθοπούλου, Θεοδοσία
Συλών'νε, φουσκών'νε, τρών' τα. - Identifier: 223710
Internal display of the 223710 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)

Loading..