Μαγκληδόνα τρώς, μαγκληδόνα φωνάζεις.

Μαγκληδόνα τρώς, μαγκληδόνα φωνάζεις.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. τορνέσι-τρώγω
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. Συρτάρι 62
  6. 62
  7. τρώγω
  8. Λ. Α. αρ. 2273, σελ. 19-20, Βασιλείου Π. Παυλίδου, Παραμυθιά, 1958.
  9. 2273
  10. 1958
  11. Παραμυθιά Θεσπρωτίας.
  12. Αρχείο Χειρογράφων
  13. Παυλίδης, Βασίλειος Π.
  14. Κάποια γρηά εδικαιολογείτο εις τον γέροντα της, ότι δεν έχει ξύλα διότι δεν έχει ποιόν ν' αφήση να φυλάγη το σπίτι και να μαγειρέψη. Επροθυμοποιήθη ο γέρων δια να την αναπληρώση ο οποίος κατα την απουσίαν της γραίας, έσφαξε την σκύλαν των, Μαγκληδόναν επωνομαζομένην και την εμαγείρευσεν. Η γραία επιστέψασα κατάκοπος, έφαγε από το φαγητό πού της προσέφερεν ο γέρων, ο οποίος όμως δεν εκάθησε στη τάβλα προφασιζόμενος ότι έφαγε ενωρίτερον. Η γραία, αφού ξεκοκάλισε μερικά "κοψίδια" θυμήθηκε τη σκύλα και φώναξε: -Κουτς, Μαγκληδόνα, κουτς για να της δώση κόκκαλα. -Μαγκληδόνα τρως, Μαγκληδόνα φωνάζεις, μουρμούρισε ο γέρος. -Τι λες μωρλε γέρο; -Κάτι λέω με το παληοτσάρουχό μου, έλεγε ο γέρος, ο οποίος πράγματι άρχισε να μπαλώνει το τσαρούχι του. Η παροιμία λέγεται επί υφισταμένης οφθαλμοφανούς απάτης.