split

split

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
  3. split
  4. μερισμός μετοχής
  5. Ουσιαστικό
  6. Νεολογισμοί Οικονομίας
  7. Παράθεμα χρήσης: «Τη μείωση της ονομαστικής αξίας των υφισταμένων μετοχών από 0,84 ευρώ σε 0,42 ευρώ η κάθε μία και την έκδοση και διανομή δωρεάν μετοχών υπέρ των μετόχων με αναλογία μία νέα μετοχή για κάθε μία παλαιά (split) αποφάσισε η χθεσινή τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της Κρέτα Φαρμ»
    Παραπομπή: ΤΟ ΒΗΜΑ (Οικονομία), 27-6-07, σελ. 13
  8. (Βλ. και splitting, ΔΕΟΝ 1994, τεύχ. 5, σελ. 85)
  9. 9-10
  10. 2009