cross-sales

cross-sales

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
  3. cross-sales
  4. παράλληλα (ασφαλιστικά) προϊόντα
  5. Ουσιαστικό
  6. Νεολογισμοί Οικονομίας
  7. Παράθεμα χρήσης: «Στόχοι αυτής της πολιτικής είναι να “εξαγοράσουν” χαρτοφυλάκια από τον κλάδο αυτοκινήτου με ευνοϊκούς όρους και εν συνεχεία να πωλήσουν σε αυτούς τους πελάτες και άλλα ασφαλιστικά προϊόντα(cross-sales)»
    Παραπομπή: ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-6-07
  8. 9-10
  9. 2009