ντίμερ

ντίμερ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
  3. ντίμερ
  4. αυξομειωτής
  5. Ουσιαστικό
  6. Νεολογισμοί Πληροφορικής και Τεχνολογίας
  7. Παράθεμα χρήσης: «...ενός ντίμερ εκκωφαντικών ήχων, δύο μικροφώνων...»
    Παραπομπή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 9-7-05

    Παράθεμα χρήσης: «...οι αρχές της φυλακής δεσμεύονται να μειώνουν το βράδυ (με ντίμερ) την ένταση ενός από τα δύο φώτα»
    Παραπομπή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 26-5-02, σελ. 47
  8. 9-10
  9. 2009