snail mail

snail mail

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Νεολογισμοί: ελληνογενείς και ξενόγλωσσοι
  3. snail mail
  4. συμβατικό ταχυδρομείο
  5. Ουσιαστικό
  6. Νεολογισμοί Πληροφορικής και Τεχνολογίας
  7. Παράθεμα χρήσης: «...“snail mail” από το snail (σαλιγκάρι) και το mail (ταχυδρομείο). Σε αντίθεση με το e mail, που είναι το γρήγορο, το snail mail αναφέρεται στο παραδοσιακό ταχυδρομείο»
    Παραπομπή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 19-5-07
  8. 9-10
  9. 2009