Αλιμάνικα Τρώ.

Αλιμάνικα Τρώ.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. τορνέσι-τρώγω
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. Συρτάρι 62
  6. 62
  7. Λ.Α. αρ. 448-11, Λέσβος, Σ. Αναγνώστου.
  8. 448
  9. τρώγω
  10. η λέξις μόνον ενταύθα, εκ του Αλιμάνος= Γερμανός.
  11. 1902
  12. Αρχείο Χειρογράφων
  13. Λέσβος
  14. Αναγνώστου, Σ.