(Όσο που) τσιγαρίζεται με τ' άλειμά του.

(Όσο που) τσιγαρίζεται με τ' άλειμά του.

  1. (Όσο που) τσιγαρίζεται με τ' άλειμά του.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. Τσαγανός-φερμάνι
  5. 63
  6. Μη προσδιορισμένη
  7. Συρτάρι 63
  8. Λ.Α. αρ. 236, σ. 26, Κατιρλί Βθυνίας, Μακρής
  9. 236
  10. Αρχείο Χειρογράφων
  11. τσιγαρίζω
  12. Κατιρλί
  13. Μακρής, Παναγής