Τα τσέρτωσε (ή τσέρδωσε).

Τα τσέρτωσε (ή τσέρδωσε).

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Τσαγανός-φερμάνι
  4. 63
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 63
  7. Λ.Α. αρ. 489, σ. 61, Γορτυνία, Τ. Κανδηλώρος.
  8. 489
  9. Αρχείο Χειρογράφων
  10. τσερδώνω
  11. Γορτυνία.
  12. Κανδηλώρος, Τάκης