panachage

panachage

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Επιστημονική Ορολογία
  3. panachage | cross voting | vote splitting
  4. μικτός συνδυασμός
  5. Δυνατότητα του εκλογέα να φτιάξει δικό του συνδυασμό επιλέγοντας υποψηφίους από διαφορετικούς εκλογικούς συνδυασμούς.
  6. Αιτήματα Ορολογίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
  7. 6
  8. 1997