mère porteuse

mère porteuse

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Επιστημονική Ορολογία
  3. mère porteuse | surrogate mother
  4. μητέρα φορέας
  5. Μητέρα που κυοφορεί για λογαριασμό τρίτων.
  6. Αιτήματα Ορολογίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
  7. 6
  8. 1997