commerce associé

commerce associé

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Επιστημονική Ορολογία
  3. commerce associé | affiliated trade
  4. εταιρικό εμπόριο
  5. Δίκτυο διανομής εμπόρων, οι οποίοι παραμένουν ανεξάρτητοι, προσχωρώντας ταυτόχρονα σε ενώσεις λιανικού εμπορίου ή σε ενώσεις οι οποίες πραγματοποιούν για λογαριασμό τους αγορές και προσφέρουν στους συνεργαζόμενους εμπόρους ορισμένες άλλες υπηρεσίες από κοινού.
  6. Αιτήματα Ορολογίας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή
  7. 6
  8. 1997