- Ψηφιακό τεκμήριο
- Επιστημονική Ορολογία
- zone
- (θερμική) ζώνη
- Περιοχή στο εσωτερικό ενός κτηρίου, όπως ένας χώρος που μπορεί να απομονωθεί, για να ψυχθεί, θερμανθεί ή αεριστεί. Κάθε ζώνη έχει το δικό της θερμοστάτη, για να ελέγχει τη ροή του κλιματιζόμενου αέρα στον χώρο.
- Ενεργειακή Τεχνολογία
- 11
- 2012