Τουν έκαμαν κι τρυπούσι στου καβούκ' του.

Τουν έκαμαν κι τρυπούσι στου καβούκ' του.

  1. Τουν έκαμαν κι τρυπούσι στου καβούκ' του.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. τορνέσι-τρώγω
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 62
  7. 62
  8. Λ.Α. αρ. 880, σελ. 110, Αιτωλία, Λουκόπουλος.
  9. 880
  10. 1927
  11. Αρχείο Χειρογράφων
  12. Λουκόπουλος , Δ.
  13. Αιτωλία
  14. τρυπώνω
  15. Δηλ. εζάρωσε, περιωρίσθη. Η μεταφορά από των χελώνων, ήτις όταν φοβείαι ινα προφυλαχθή σύρει την κεφαλήν εντός του σβεράκον.