Τρύπ'σι η τσέπ' τ'.

Τρύπ'σι η τσέπ' τ'.

  1. Τρύπ'σι η τσέπ' τ'.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ελληνικά
  4. τορνέσι-τρώγω
  5. Μη προσδιορισμένη
  6. Συρτάρι 62
  7. 62
  8. Λ.Α. αρ. 1421, σελ. 1450, Δ. Λουκόπουλος, Αιτωλία, 1926.
  9. 1421
  10. Είναι άσωτος, πολυέξοδος.
  11. 1926
  12. τρυπώ
  13. Αρχείο Χειρογράφων
  14. Λουκόπουλος , Δ.
  15. Αιτωλία