Τεκμήρια 1 εώς 6 από 6
- Ψηφιακό τεκμήριο
- Ελληνικά
- τορνέσι-τρώγω
- Μη προσδιορισμένη
- Συρτάρι 62
- 62
- Λ. Α. αρ. 916, Αιτωλίας Λουκόπουλος, σ. 246.
- 916
- Αρχείο Χειρογράφων
- 1927
- Μύθος. Ήταν μια παπαδιά, κι αυτή η παπαδιά είχε φίλους κι έπιανε τον άρρωστο κι έλλε τ' παπά κάθε φορά που πάγαινε να φέρνη ό,τι της πόναε, να πηγαινη σ' αλαργινόν τόπο για να βρίσκη καιρό να κάνη τη δουλειά... με τους αδερφοποιτούς. Πάγανε ο παπάς, έψαχνε, έψαχνε, έψαχνε, εύρισκε κάτι και της τόφερνε. Αυτή τόλεγε: Δε θέλω απ' αυτό το πράμα, μα πας να μου φέρεις από κείνο. -Που να τόβρω, ο έρημος! έλεε ο παπάς. Μετάπανε αυτή τον άρρωστο και ματατόλεε, ματατόν έστελνε. Έρχονταν οι φίλοι σύντας έλλειπε αυτός ανάμεσα. Μετάρχονταν ο παπάς. -Δεν ηύρα απ' αυτό, παπαδιά μ', έλεε. Χλίβεταν ο παπάς, ο καημένος για να βρή από κείνο το γιατρικό, το φρούτο, δεν τόβρισκε και ξανάρχονταν. Ένας γείτονας ενώ έγλεπ τα χάλια της παπαδιάς, του λέει μια μέρα του παπά. -Που πααίνεις, παπά; -Δε μπορεί η παπαδιά μου, και πααίνω να της βρώ τ' αθάνατο βοτάνι. Δεν το βρίσκω κι όλο γυρίζω. Κι του λέει αυτός. - Η παπαδιά σου δεν είναι άρρωστη, αλλά σε διώχνει για να μαζώνη φίλους. Πές της, πως πάω μακρυά να σου φέρω τ' αθάνατο βοτάνι και συ κάτσε δω στο σπίτι να ιδης τι θα γένη. Έμεινε ο παπάς και κρύφτηκε αυτός στο σπίτι αυτουνού. Μόλις κρύφτηκε αυτός κι η παπαδιά έβαλε με το νού της πως αλάργεψε ο παπάς, κάλεσε ένα φίλο κι έκανε τη δουλειά της. Τα είδε ο παπάς. Πώς να κάμη τότε να πάη σπίτι του.! Έσκαψε ένα λαγούμι απ' το σπίτι που ήταν κρυμένος ως το δικό του. Την τελευταία ημέρα πού ήταν στ' άλλο κοντά που λογάριαζε αυτή πως θαλάρθη ο παπάς, το λαγούμι τελείωσε. Η παπαδιά έκαμε, έρρανε με τον ξένον.... και του έστρωσε ν' αποκοιμηθή. Αυτή έπλενε τα πιάτα. Ο παπάς πήγε σιγά σιγά κεί που κοιμόταν ο ξένος και χωρίς η παπαδιά να καταλάβη τον έσφαξε με ένα μαχαίρι. Τον άφηκε σφαμένον, μπήκε στο λαγούμι και πήγε στο σπίτι που τον είχαν κρυμένον. Πήγε κι αυτή μετά να κοιμηθή, ηύρε το φίλο σφαμένον. Φοβήθηκε και δεν ήξερε τι να κάνη. Θα μαθαίνεταν το χαμπέρι την άλλη τη μέρα. Πάει κι αυτή λοιπόν στα κόπρια, στ' αχούρι, έσκαψε ένα λάκκο και τον έχωσε μέσα. Ο παπάς ήξερε και φύλαγε τι θα γίνη. Την άλλη μέρα σηκώθηκε στα φώρα και πήγε στην παπαδιά. Τον περίμενε τάχα αυτή με χαρά. -Ήρθες, παπά μ', του είπε. Γιατί άργησες; Πώς πέρασες; -Άργησα όσο να βρώ αυτό το φάρμακο, και σαν και μπόρεσα να τόβρω! Έλεε ο παπάς. Πέρασαν μέρες. Μια μέρα της λέει ο παπάς: -Παπαδιά τι καθόμαστι! Πάμε κοπριά στο χωράφι! -Θα πάμε, παπά, του είπε αυτή. Πήραν το τσαπί και το φκειάρι να βάλουν κοπριά. Η παπαδιά από τούτο το μέρος του λέει, να βάλουμε κοπριά! Από δω να σακκιάσουμε! Αυτός πού ν' ακούσει! Πάγαινε όλο σιακείνο το μέρος που ήταν χωμένος ο φίλος. Εκεί πόσκαβ', τον ηύρε... -Τι είναι τούτος,παπαδιά; ρώτησε. -Ξέρω γώ,παπάμ'! Έπιασε το "δε ξέρω". -Να τον βάλουμε, παπαδιά, μέσα σε μια λινάτσα να τον πετάξουμε στη θάλασσα. Να μη και μάθη ο κόσμος! είπε ο παπάς. -'Ετσι να κάνουμε, παπά, είπε με χαρά η παπαδιά. Της λέει τότε. -Να πάρης, παπαδιά και μια τριχιά, να τον φορτωθής. Πήρε η παπαδιά τριχιά και φορτώθηκε τη λινάτσα με το σκοτωμένον μέσα. Στο δρόμο που πηγαίνανε, έλεε ο παπάς: Τρεις πάν κι ένας γυρίζει τριανταφυλλιά μυρίζει... -Όχι, παπά, έτσι, του λέει η παπαδιά. Τρεις πάνε και δυο γυρίζουνε, τριανταφυλλιά μυρίζει. Η παπαδιά έλεγε έτσι, γιατί δεν είχε καταλάβει πως ο παπάς από πίσω κει που πήγαινε, έρραβε τη λινάτσα μαζί με το φόρεμα της παπαδιάς κι αυτή νόμιζε πως τάχα θέλει να τη βοηθήση να πηγαίνη το σκοτωμένον. Εκεί που έφτασαν στην άκρη στη θάλασσα γύρισε κατά τη θάλασσα το σακκί η παπαδιά για να του μπήξουν μια να πάη μέσα. Ο παπάς δήθεν πήγε να λύση την τριχιά, να σπρώξη το σακκί να πάη μέσα. Αλλά αντί να κάμη αυτό, έσπρωξε την παπαδιά μίνια και μπλουμ πήγε μέσα. Γύρισε τότε ο παπάς τραγουδώντα: Τρεις παν' κι ένας γυρίζει, τρανταφυλλιά μυρίζει. Από τότε μένει ο μύθος και τον λένε, άμα τύχη να ταξιδεύουν κάπου ή να πάνε κάπου τρεις και να γυρίση ένας. Τον λένε κάποτε και για έναν που δε χορεύει καλά, πάει μπροστά τρεις αδρασκελισιές και μιά γυρίζει. Τότε ακούς: Αυτός τρεις πάει και δυο γυρίζει. Επίσης το λένε για λεναν χαζό που δεν ξέρει τίποτα σαν παροιμία: Αυτός είναι τρεις πάνε και ένας γυρίζει.
- Αιτωλία
- Λουκόπουλος , Δ.
- τρεις