Συμέθερε, συμπέθερε θεός (διάβολος) που σ' έφερε.

Συμέθερε, συμπέθερε θεός (διάβολος) που σ' έφερε.

  1. Συμέθερε, συμπέθερε θεός (διάβολος) που σ' έφερε.
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Συρτάρι 60
  4. Ελληνικά
  5. Σπετσιώτης-σύνορο
  6. 60
  7. Μη προσδιορισμένη
  8. συμπέθερος
  9. Λ.Α. αρ. 330, σ. 1480, Νεστορίδης
  10. 330
  11. Αρχείο Χειρογράφων
  12. Νεστορίδης, Κ.